- εθνικισμός
- Η προσήλωση σε μεγάλο βαθμό στο έθνος και στα εθνικά ιδανικά, που ορισμένες φορές συνοδεύεται από ξενοφοβία και επιθυμία απομόνωσης· εθνική συνείδηση που χαρακτηρίζεται από την πεποίθηση ότι το έθνος υπερέχει από τα άλλα και οφείλει να προβάλλει με έμφαση τον πολιτισμό και τα συμφέροντά του εις βάρος άλλων εθνών· κίνηση για πολιτική ανεξαρτησία υπόδουλης εθνότητας.
Ο ε., με την κύρια σημασία του, άρχισε να κυριαρχεί στη δημόσια και στην ιδιωτική ζωή των ευρωπαϊκών λαών –και να γίνεται ένας από τους σπουδαιότερους καθοριστικούς παράγοντες στην πορεία της ιστορίας– μόνο στα τέλη του 18ου αι.· είναι λοιπόν ένα κίνημα των νεότερων χρόνων. Ωστόσο, είχε τέτοιο δυναμισμό που σύντομα έγινε, κυρίως στην Ευρώπη, το κύριο στοιχείο της κοινωνικής ζωής και της πολιτικής οργάνωσης. Οι βασικοί ιστορικοί αντικειμενικοί παράγοντες που συνέβαλαν στη διαμόρφωση του ε., υπήρξαν αφενός το συγκεντρωτικό γραφειοκρατικό κράτος (που κληροδότησαν στην Ευρώπη οι απόλυτες μοναρχίες), αφετέρου η αυξανόμενη οικονομική αλληλεξάρτηση, που προέκυψε από τη Βιομηχανική επανάσταση και την εξέλιξη της σύγχρονης εκβιομηχάνισης. Η δημιουργία, χάρη στις απόλυτες μοναρχίες, μεγάλων συγκεντρωτικών κρατών οδήγησε στην υπαγωγή όλων των μορφών νομιμοφροσύνης σε ένα και μόνο κέντρο. Η αυξανόμενη οικονομική και κοινωνική αλληλεξάρτηση απαίτησε τον σχηματισμό ευρύτερων πολιτικών ενοτήτων και συνέβαλε ώστε οι άνθρωποι να συνειδητοποιήσουν ότι αποτελούν τον πλούτο και τη δύναμη του κράτους. Αυτό το εκτεταμένο εδαφικά κράτος με τον αποδοτικό πολιτικό συγκεντρωτισμό και τη μεγάλη οικονομική ενοποίηση αποτέλεσε το έδαφος όπου γεννήθηκε και αναπτύχθηκε ο ε. Υπό την επίδραση των νέων θεωριών για τη λαϊκή κυριαρχία και τα δικαιώματα του ανθρώπου, ο λαός άρχισε να γίνεται κέντρο του κράτους αντί του μονάρχη. Το κράτος δεν ταυτιζόταν πια με τον μονάρχη, αλλά με τον λαό, με το έθνος. Το κράτος έγινε εθνικό κράτος, ενώ το έθνος ήταν ακριβώς το στοιχείο που αποτέλεσε τον βασικό χαρακτήρα του ε.
Ένα συγκεκριμένο έθνος δεν μπορεί ποτέ να προσδιοριστεί επακριβώς με βάση εθνικά δεδομένα ή κοινές παραδόσεις κλπ. Ωστόσο, οι άνθρωποι που αποτελούν ένα εθνικό κράτος έχουν την τάση να θεωρούν ότι αποτελούν μέλη μιας εθνικής ομάδας, η οποία καθορίζεται με βάση τα εθνικά δεδομένα, τις κοινές παραδόσεις κλπ. Έτσι, μπορούν να δικαιολογήσουν τις μεγάλες θυσίες (και της ζωής τους ακόμα) που τους ζητά το εθνικό κράτος, επειδή το θεωρούν φορέα μιας βαθιάς εθνικής ενότητας ή ενός ζωντανού κοινωνικού οργανισμού, του έθνους. Με αυτό τον εννοιολογικό καθορισμό της ιδέας του έθνους δεν γίνεται αποδεκτή η σαφής διάκριση (που προβάλλεται από ορισμένα ιστοριογραφικά ρεύματα) ανάμεσα στην εθνική ιδέα με θετικό χαρακτήρα –που επικρατεί κατά την αντίληψή τους στη διαμόρφωση των σύγχρονων εθνικών κρατών– και στον ε. με αρνητικό και εξτρεμιστικό χαρακτήρα, που χαρακτηρίζει μερικές ειδικές τάσεις, εκφυλιστικές της εθνικής ιδέας. Στην πραγματικότητα, ο ε., μολονότι αναπτύσσεται με διαφορετικούς τρόπους, αποτελεί ένα ιστορικό κίνημα γενικά και ουσιαστικά ενιαίο.
Ο ε. συνεπάγεται την ταύτιση του λαού με το έθνος και του έθνους με το κράτος. Στην εποχή του ε., και μόνο σε αυτή, επικράτησε η αρχή ότι κάθε εθνική ομάδα πρέπει να αποτελεί ένα ξεχωριστό κράτος και ότι το κράτος πρέπει να περιλαμβάνει ολόκληρη την εθνική ομάδα. Φυσικά, η ανάπτυξη του ε. έγινε μέσα σε μια μακρά ιστορική διαδικασία, κατά τη διάρκεια της οποίας η αρχή του έθνους επεκτάθηκε προοδευτικά (ακόμα και μέσα από μορφές όχι απόλυτα όμοιες) από την Ευρώπη σε άλλα μέρη του κόσμου. Οι στοχαστές που συνέβαλαν περισσότερο στη γένεση του ε. ως ιδέας ήταν ο Ζαν Ζακ Ρουσό, ο οποίος τόνισε τις έννοιες της λαϊκής κυριαρχίας και της γενικής θέλησης και άρχισε να εκτιμά τον λαϊκό πολιτισμό, και ο Γιόχαν Χέρντερ, ο οποίος έδωσε ιδιαίτερη σημασία στις λαϊκές παραδόσεις. Αργότερα, ο Γερμανός φιλόσοφος Χέγκελ και πολλοί άλλοι στοχαστές οικοδόμησαν και ολοκλήρωσαν τον μύθο του εθνικού κράτους. Με βάση τα γεγονότα, η χρονολογία δημιουργίας του ε. συμπίπτει με τη Γαλλική επανάσταση, με την οποία συνδέεται η εισαγωγή –για πρώτη φορά– της γενικής στρατολογίας. Ο Ναπολέων εδραίωσε τον γαλλικό ε. και χάρη στις εκστρατείες του η εθνική ιδέα διαδόθηκε στους λαούς της Ευρώπης και της Εγγύς Ανατολής. Σπουδαιότατοι σταθμοί στην ανάπτυξη του ε. υπήρξαν, τον 19ο αι., η ενοποίηση της Ιταλίας και της Γερμανίας, ενώ, κατά την τελευταία περίοδο του ίδιου αιώνα, άρχισε, στη βάση της αρχής του ε., η αποσύνθεση της αυστριακής και της τουρκικής αυτοκρατορίας. Μετά τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο ο ε. θριάμβευσε στην κεντρική και ανατολική Ευρώπη, ενώ αναπτύχθηκε και έξω από αυτήν, κυρίως στην Ασία: στην Ιαπωνία, στην Τουρκία, στην Αραβία, στην Αίγυπτο, στην Ινδία, στην Κίνα. Το φασιστικό και το εθνικοσοσιαλιστικό κίνημα παρουσίασαν την περίοδο αυτή μία χωρίς προηγούμενο έξαρση του εθνικιστικού πνεύματος.
Οι νεοναζί αποτελούν ακραίο παράδειγμα εθνικισμού. Στη φωτογραφία, ναζιστικός χαιρετισμός από νέους στην πόλη Μπαιρόιτ της Βαυαρίας.
Η ξενοφοβία, αναπόσπαστο στοιχείο του ακραίου εθνικισμού, αποτελεί πρόβλημα για τη σύγχρονη κοινωνία (φωτ. ΑΠΕ).
* * *1. αντίληψη, στάση και συμπεριφορά αποκλειστικής και καθ' υπερβολήν προσήλωσης στα εθνικά ιδεώδη, συχνά σε συνδυασμό με προσπάθεια για επικράτηση του ιδίου έθνους και για εδαφική επέκτασή του2. εθνισμός3. (οικον.) πολιτική που αποσκοπεί στην οικονομική αυτάρκεια μιας χώρας.[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση ξεν. όρου (πρβλ. αγγλ. nationalism). Η λ. μαρτυρείται από το 1874 στον Αναστ. Πολυζωίδη].
Dictionary of Greek. 2013.